-
1 организовать
-зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. οργανώνω συγκροτώ•организовать спортивное общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο•
организовать комитет συγκροτώ επιτροπή.
|| μτφ. (προ)ετοιμάζω.2. διοργανώνω.3. τακτοποιώ, διευθετώ•организовать свой труд οργανώνω την εργασία μου.
1. οργανώνομαι.2. διοργανώνομαι.3. τακτοποιούμα ι, διευθετούμαι,. -
2 организовать
организоватьсов, организовывать несов1. (основывать) ὁργανώνω, διοργα· νώνω, συγκροτώ·2. (подготавливать, налаживать, сплачивать) ὁργανώνω·3. (упорядочивать) ὁργανώνω, ρυθμίζω:организовать свой труд ρυθμίζω τήν δουλειά μου. -
3 экспозиция
1. (литер, муз.) η εισαγωγή 2. (напр. в музее) η έκθεση 3. (фото) см. выдержка (в 3 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспозиция
-
4 обставить
обставитьсов, обставлять несов1. (вокруг) περιβάλλω, περιστοιχίζω, τοποθετώ γύρω γύρω·2. (меблировать комнату и т. п.) ἐπιπλώνω·3. (организовать) προετοιμάζω, ὁργανώνω:торжественно \обставить встречу ὁργανώνω μέ ἐπισημότητα τήν ὑποδοχή·4. (обмануть) разг ἀπατῶ, ἐξαπατῶ. -
5 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).